- ἐπιμηνιεία
- ἐπιμηνι-εία, ἡ,A the office of ἐπιμήνιος, Test.Epict.4.31, SIG241.121 (Delph., iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιμηνιεία — ἐπιμηνιεία, ἡ (Α) 1. το αξίωμα τού επιμηνίου 2. έκτακτη συνεδρία τών αμφικτιόνων … Dictionary of Greek